πλάθει

πλάθει
πλά̱θει , πλάθω
approach
pres ind mp 2nd sg
πλά̱θει , πλάθω
approach
pres ind act 3rd sg
πλά̱θει , πλήθω
to be full
pres ind mp 2nd sg (doric)
πλά̱θει , πλήθω
to be full
pres ind act 3rd sg (doric)
πλά̱θει , πλῆθος
great number
neut nom/voc/acc dual (attic epic doric)
πλά̱θεϊ , πλῆθος
great number
neut dat sg (epic doric ionic)
πλά̱θει , πλῆθος
great number
neut dat sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… …   Dictionary of Greek

  • Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… …   Dictionary of Greek

  • ανδριαντοπλάστης — ἀνδριαντοπλάστης, ο (Μ) εκείνος που πλάθει ανδριάντες με πηλό …   Dictionary of Greek

  • ανειδωλοποιία — ἀνειδωλοποιία, η (Α) ο σχηματισμός νοητών εικόνων, το να πλάθει κανείς εικόνες με τη φαντασία του …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποπλάστης — ο (Α ἀνθρωποπλάστης) αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο] …   Dictionary of Greek

  • ευρησίλογος — εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, ον (ΑΜ) ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους αρχ. ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

  • ευφάνταστος — η, ο (Α εὐφάνταστος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα αρχ. 1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός 2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ευφαντασίαστος — εὐφαντασίαστος, ον (Α) 1. ενεργ. αυτός που πλάθει με τη φαντασία του ωραία πράγματα 2. παθ. αυτόν τον οποίο εύκολα φαντάζεται κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • εύπλαστος — η, ο (Α εὔπλαστος, ον) 1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος 2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός 3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση 1. (με ενεργ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”