κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… … Dictionary of Greek
Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… … Dictionary of Greek
ανδριαντοπλάστης — ἀνδριαντοπλάστης, ο (Μ) εκείνος που πλάθει ανδριάντες με πηλό … Dictionary of Greek
ανειδωλοποιία — ἀνειδωλοποιία, η (Α) ο σχηματισμός νοητών εικόνων, το να πλάθει κανείς εικόνες με τη φαντασία του … Dictionary of Greek
ανθρωποπλάστης — ο (Α ἀνθρωποπλάστης) αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο] … Dictionary of Greek
ευρησίλογος — εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, ον (ΑΜ) ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους αρχ. ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
ευφάνταστος — η, ο (Α εὐφάνταστος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα αρχ. 1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός 2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να… … Dictionary of Greek
ευφαντασίαστος — εὐφαντασίαστος, ον (Α) 1. ενεργ. αυτός που πλάθει με τη φαντασία του ωραία πράγματα 2. παθ. αυτόν τον οποίο εύκολα φαντάζεται κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιάζομαι] … Dictionary of Greek
εύπλαστος — η, ο (Α εὔπλαστος, ον) 1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος 2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός 3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση 1. (με ενεργ.… … Dictionary of Greek